Πυθέας ο Μασσαλιώτης, ο θαλασσοπόρος από την αρχαιοελληνική Φώκαια, που έφτασε ως τον αρκτικό κύκλο και είδε τον ήλιο που δεν έδυε ποτέ. Ταξ...
Η Μασσαλία την εποχή του Πυθέα (380 – 310 π.Χ.) ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα της Μεσογείου, στην περίοδο της ανώτερης ακμής της. Η πόλη, που ιδρύθηκε από Έλληνες αποίκους της Φώκαιας, αποτέλεσε κεντρικό κόμβο για τη διακίνηση αγαθών όπως οι σκλάβοι και το κρασί, εξασφαλίζοντας έτσι τη φήμη και την οικονομική της ισχύ.
Με τη στρατηγική της θέση στον κόλπο της Λυόν, η Μασσαλία συνδύαζε την εμπορική δραστηριότητα με την πνευματική άνθηση. Τα εκπαιδευτικά της ιδρύματα προσέλκυαν διανοούμενους από όλο τον αρχαίο κόσμο, ενώ η ναυσιπλοΐα της έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εξερεύνηση νέων περιοχών, όπως αποδεικνύει το έργο του Πυθέα. Η πόλη ήταν επίσης γνωστή για το πολίτευμά της, που βασιζόταν σε μια μορφή δημοκρατικής διακυβέρνησης, διατηρώντας στενές σχέσεις με τον ελληνικό κόσμο αλλά και με τους γειτονικούς γαλατικούς πληθυσμούς.
Η πολιτισμική συνύπαρξη και το εμπορικό δαιμόνιο των Μασσαλιωτών κατέστησαν την πόλη ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωση της ελληνικής επιρροής στη Δύση.
Το ταξίδι του Πυθέα από τη Μασσαλία
Ο Πυθέας από τη Μασσαλία (περ. 350 – 300 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας εξερευνητής και γεωγράφος, γνωστός για το αξιοσημείωτο ταξίδι του στις βόρειες περιοχές της Ευρώπης. Καταγόμενος από τη Μασσαλία (τη σημερινή Μασσαλία στη Γαλλία), ο Πυθέας ξεκίνησε να εξερευνήσει τις περιοχές πέρα από τη Μεσόγειο, ταξιδεύοντας πολύ μακρύτερα από τον γνωστό κόσμο των αρχαίων Ελλήνων. Το ταξίδι του, που καταγράφηκε στο πλέον χαμένο έργο Περί Ωκεανού, αποτελεί μία από τις πρώτες καταγεγραμμένες εξερευνήσεις της βόρειας Ευρώπης, περιλαμβάνοντας τις ακτές της Βρετανίας και τη μυστηριώδη χώρα Θούλη, η οποία πιστεύεται ότι βρισκόταν κάπου στην Αρκτική ή στη Βόρεια Ευρώπη. Οι αφηγήσεις του Πυθέα, αν και αποσπασματικές και συχνά αμφισβητούμενες από μεταγενέστερους μελετητές, παρείχαν ανεκτίμητες πληροφορίες για τη γεωγραφία, το κλίμα και τους πολιτισμούς μακρινών περιοχών, επηρεάζοντας επόμενους εξερευνητές και γεωγράφους.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, ο Πυθέας θεωρείται ότι έκανε πρωτοποριακές μελέτες για τις πολικές περιοχές και τα φαινόμενα της παλίρροιας, καθώς παρατήρησε την επίδραση της σελήνης στις παλίρροιες της Βόρειας Θάλασσας, κάτι που ήταν επαναστατικό για την αρχαία ελληνική επιστήμη. Η περιγραφή του για τη Θούλη, μια χώρα με ήλιο που δεν δύει ποτέ, προκάλεσε τον θαυμασμό των μεταγενέστερων συγγραφέων και γεωγράφων, αν και η ακριβής τοποθεσία της παραμένει αμφιλεγόμενη. Οι εξερευνήσεις του Πυθέα δεν περιορίστηκαν στη γεωγραφία αλλά περιλάμβαναν και την καταγραφή πολιτιστικών στοιχείων, καθώς αναφέρθηκε στα έθιμα των λαών που συνάντησε, όπως οι Κέλτες και άλλες φυλές της βόρειας Ευρώπης. Παρά τον σκεπτικισμό των συγχρόνων του και μεταγενέστερων ιστορικών, όπως ο Στράβων, ο οποίος χλεύαζε τις αφηγήσεις του, το ταξίδι του Πυθέα παραμένει μια πρωτοποριακή εξερεύνηση που συνέβαλε στην επέκταση των γνώσεων των αρχαίων Ελλήνων για τον κόσμο πέρα από τη Μεσόγειο.
Το οδοιπορικό
Ανεπιβεβαίωτη είναι και η ακριβής του διαδρομή. Ωστόσο, είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Πυθέας άρχισε το ταξίδι του από τη Μασσαλία και έπλευσε δυτικά περνώντας τις Ηράκλειες Στήλες (τα σημερινά Στενά του Γιβραλτάρ). Προχώρησε στον Ατλαντικό, ακολουθώντας τη δυτική ακτογραμμή της Ισπανίας και της Γαλλίας προς βορρά και πιθανώς αποβιβάστηκε στη Βρετάνη. Από εκεί, διέσχισε τη Μάγχη, φτάνοντας σε ένα μέρος που ονομάζει «Βελέριον», που οι σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν ότι είναι η Κορνουάλη. Εκεί ήταν που είδε τους κατοίκους της Βρετανίας να εξορύσσουν κασσίτερο για εμπόριο με τη Γαλατία και από εκεί με τη Μεσόγειο. Ο Πλίνιος, παραθέτοντας τον Τίμαιο, γράφει: «υπάρχει ένα νησί με το όνομα Μίκτις, σε απόσταση πλεύσης έξι ημερών από τη Βρετανία, όπου υπάρχει κασσίτερος. Οι Βρετανοί φτάνουν στο νησί με ψάθινες βάρκες καλυμμένες με δορές» (Cunliffe, 75). Η ακριβής τοποθεσία του νησιού αυτού είναι άγνωστη, αλλά έχει προταθεί ότι ίσως είναι το Όρος του Αγίου Μιχαήλ στην Κορνουάλη, η χερσόνησος Μαουντμπάτεν στο Ντέβον ή η Νήσος Γουάιτ.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης αποκαλεί τη Βρετανία «Πρεττανία» και τους κατοίκους της «Πρεττανούς» (Pritani). Οι μελετητές πιστεύουν ότι και οι δύο λέξεις, που πιθανότατα οφείλονται αρχικά στον Πυθέα, προέρχονται από τον κλάδο των p-Κελτικών υποδιαιρέσεων της Κελτικής γλώσσας. Αυτή τη γραφή υιοθετεί και ο Στράβων στις περισσότερες αναφορές του στο νησί. Αντίθετα, πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς χρησιμοποιούν τη γραφή των b-Κελτικών γλωσσών, αποδίδοντας τη λέξη ως «Βρετανία». Ο Διόδωρος περιγράφει το νησί της Βρετανίας ως «πυκνοκατοικημένο και το κλίμα... εξαιρετικά κρύο» (Cunliffe, 108). Περιγράφει το Πρεττανούς ως λαό αποτελούμενο από φυλές που κυβερνώνται από «πολλούς βασιλιάδες και αριστοκράτες...» (Cunliffe, 108). Σημειώνει ότι ζούσαν σε σπίτια φτιαγμένα από «καλάμια ή ξύλα» και λέει ότι συντηρούνταν από τα αγροτικά προϊόντα (Cunliffe, 108). «Ο τρόπος συγκομιδής των σιτηρών τους», γράφει, επικαλούμενος τον Πυθέα, «είναι να κόβουν μόνο τις κορυφές και να τις αποθηκεύουν σε στεγασμένους χώρους και κάθε μέρα να διαλέγουν τις ώριμες κορυφές και να τις αλέθουν, παίρνοντας έτσι την τροφή τους» (Cunliffe, 108).
Αφού παρατήρησε τους κατοίκους της Κορνουάλης και της νοτιοδυτικής Βρετανίας, ο Πυθέας μάλλον προχώρησε βόρεια, παράλληλα με τις ακτές της Ουαλίας. Πιθανόν να αποβιβάστηκε στη Νήσο Μαν προτού περιπλεύσει τις δυτικές ακτές της Σκωτίας, περνώντας ανάμεσα από τα νησιά των Εβρίδων. Σύμφωνα με διάφορες πηγές, αποβιβάστηκε πολλές φορές στη στεριά. Μάλιστα, ο Στράβων φέρει τον Πυθέα να λέει ότι «διέσχισε ολόκληρη τη Βρετανία με τα πόδια», αλλά προσθέτει χαρακτηριστικά ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι εντελώς παράλογος (Roseman, 48). Ο Πυθέας εκτέλεσε πολλές γεωγραφικές μετρήσεις, χρησιμοποιώντας γνώμονα. Ο γνώμονας ήταν μία συσκευή όπως η σημερινή σταδία, που σχεδιάστηκε για να μετράει τη σκιά του ήλιου σε διαφορετικά γεωγραφικά πλάτη και έτσι να υπολογίζει τη θέση κάποιου. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι βόρεια της Βρετανίας βρίσκονται οι Ορκάδες νήσοι, αν και ο αριθμός των νησιών που μας δίνει δεν συμφωνεί με τον πραγματικό αριθμό των νησιών (Orkney Islands). Από κει, ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι ο Πυθέας έκανε το πιο τολμηρό βήμα στο ταξίδι του, άφησε πίσω του τη Βρετανία και περιπλανήθηκε στη Βόρεια Θάλασσα.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο Πυθέας έπλεε επί έξι μέρες πριν φτάσει σε μια ξηρά που ονόμασε Θούλη, την οποία ορισμένοι μελετητές ταυτίζουν με την Ισλανδία. Το αν ο Πυθέας αποβιβάστηκε πράγματι στην Ισλανδία αμφισβητείται έντονα και η πιθανότητα αυτή διχάζει τους μελετητές εδώ και δεκαετίες. Κάποιοι αποδέχονται ότι η Θούλη είναι όντως η Ισλανδία, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για τη Νορβηγία. Ο Καναδός εξερευνητής Vilhjalmur Stefansson, που εξερεύνησε εκτενώς την Αρκτική, υποστήριξε στο βιβλίο του Ultima Thule ότι το ενδεχόμενο να έφτασε ο Πυθέας στην Ισλανδία είναι αρκετά πιθανό. Ήταν εδώ, ή σε κάποιο άλλο σημείο σε αυτά τα βόρεια κλίματα, που ο Πύθεας έγινε μάρτυρας ενός φαινόμενου εντελώς ξένου για τους κατοίκους της Μεσογείου: του σχεδόν συνεχούς ηλιακού φωτός που βιώνουν οι ταξιδιώτες σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο Πλίνιος σημειώνει:
Τελευταία απ’ όσα αναφέρονται είναι η Θούλη, όπου, όπως έχω πει, δεν υπάρχουν νύχτες κατά τη διάρκεια του ηλιοστασίου, όταν ο ήλιος περνάει από τον αστερισμό του Καρκίνου και επίσης, δεν υπάρχουν καθόλου ημέρες κατά τη διάρκεια του χειμερινού ηλιοστασίου. Κάποιοι πιστεύουν ότι αυτό διαρκεί για έξι μήνες (Roseman, 92).
Μετά από μιας μέρας πλεύση βόρεια της Θούλης, σημείωνε περαιτέρω ο Πυθέας, φτάνει κανείς στην «Πεπηγυία Θάλασσα» (πηγμένη θάλασσα), ένας όρος που οι μελετητές πιστεύουν ότι περιγράφει τον παγωμένο Αρκτικό Ωκεανό. Στο σημείο αυτό είναι πολύ πιθανό ότι η πυκνή ομίχλη, το δριμύ ψύχος και οι παγετώνες, εμπόδισαν τη συνέχιση του ταξιδιού προς τον βορρά. Παρ’ όλα αυτά, η αναφορά στο μέρος αυτό αποτελεί το πιο αινιγματικό απόσπασμα του Περί Ωκεανού. Ο Στράβων εμφανίζει τον Πυθέα να λέει ότι αυτό το έσχατο μέρος ήταν ένας τόπος:
Όπου ούτε η γη, ούτε το νερό, ούτε ο αέρας υπάρχουν χωριστά, αλλά μία ανάμειξη όλων αυτών, που μοιάζει με θαλάσσιο πνεύμονα, μέσα στον οποίο η γη, η θάλασσα και όλα τα πράγματα στέκονταν μετέωρα, σχηματίζοντας, τρόπον τινά, έναν σύνδεσμο που τα ένωνε όλα (Roseman, 125).
Ο αινιγματικός όρος «θαλάσσιος πνεύμονας» («πνεύμονι θαλαττίω εοικός») αποτέλεσε επί μακρόν πηγή έντονου προβληματισμού μεταξύ των σύγχρονων μελετητών. Δεν είναι ξεκάθαρο σε τι αναφέρεται ο Πυθέας όταν χρησιμοποιεί τον όρο. Η πιο λογική εξήγηση και αυτή που υιοθετείται από τους περισσότερους σύγχρονους ερευνητές, είναι ότι ο Πυθέας χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει ένα φαινόμενο, τις «τηγανίτες πάγου», το οποίο δεν είχε ξαναδεί ποτέ και για το οποίο δεν υπήρχε ελληνικός όρος. Οι «τηγανίτες πάγου» είναι χαρακτηριστικά στρογγυλά κομμάτια πάγου που επιπλέουν στο νερό. Εξάλλου, «θαλάσσιος πνεύμονας» ονομαζόταν και η μέδουσα (πλεύμων θαλάττιος), ένα πλάσμα που περιγράφει ο Αριστοτέλης στο έργο του Περὶ ζώων μορίων. Και αυτό έχει στρογγυλό σχήμα και πλέει στην επιφάνεια ή πολύ κοντά στην επιφάνεια του νερού. Αρκετοί μελετητές θεωρούν ότι στην προσπάθειά του να περιγράψει το φαινόμενο, ο Πυθέας κατέφυγε στον όρο «θαλάσσιος πνεύμονας», που ίσως έμοιαζε περισσότερο με αυτό το παράξενο θέαμα.
Επιστρέφοντας από τη Θούλη, ο Πυθέας μάλλον ακολούθησε τις ανατολικές ακτές της Βρετανίας, έκανε τον γύρο της χερσονήσου του Κεντ, το οποίο αποκαλεί «Κάντιον» και έτσι, ολοκλήρωσε τον περίπλου του νησιού. Αλλά, αντί να στραφεί δυτικά για να κατευθυνθεί προς την πατρίδα, υπάρχουν ενδείξεις ότι στράφηκε ανατολικά, πλέοντας παράλληλα με τη νότια ακτογραμμή της Ευρώπης. Ο Πλίνιος υποστηρίζει ότι συνάντησε έναν γερμανικό λαό, τους Γούτωνες, οι οποίοι κατοικούσαν στις εκβολές ενός μεγάλου ποταμού. Επίσης, εξερεύνησε ένα νησί (πιθανόν την Ελιγολάνδη) που είχε άφθονα κοιτάσματα ήλεκτρου (κεχριμπάρι). Στην πραγματικότητα, το ταξίδι σε αυτό το τμήμα της Ευρώπης μπορεί να υποκινήθηκε από την επιθυμία του να εντοπίσει την πηγή του ήλεκτρου, το οποίο ασκούσε μεγάλη έλξη στους Έλληνες. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι από εδώ, ο Πυθέας προχώρησε προς την Βαλτική. Ίσως να έφτασε μέχρι τον ποταμό Βιστούλα, στη σημερινή Πολωνία, πριν αρχίσει το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής στη Μεσόγειο.
Η παρακαταθήκη του Πυθέα
Ο Πυθέας φαίνεται ότι έγραψε το Περί Ωκεανού κάποια στιγμή μετά την επιστροφή του στη Μασσαλία. Βέβαια, το πότε ακριβώς μάλλον δεν θα το μάθουμε. Ο Cunliffe υποθέτει ότι πρέπει να γράφτηκε την περίοδο πριν από το 320 π.Χ., επειδή η πρώτη αναφορά στο έργο γίνεται αμέσως μετά από αυτήν την ημερομηνία, από τον κλασσικό συγγραφέα Δικαίαρχο, μαθητή του Αριστοτέλη. Στη συνέχεια, αναπαράχθηκε ευρέως και όπως φαίνεται μελετήθηκε, αναλύθηκε και συζητήθηκε έντονα για τουλάχιστον δύο αιώνες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι τα γραπτά του Τάκιτου και του Ιούλιου Καίσαρα, το Περί Ωκεανού ήταν πιθανώς η μόνη πηγή πληροφοριών για τη Βρετανία και τα βόρεια γεωγραφικά πλάτη. Αντίγραφά του υπήρχαν σίγουρα στις μεγάλες βιβλιοθήκες της Περγάμου και της Αλεξάνδρειας. Ήταν μάλλον στην τελευταία, που ο Ερατοσθένης απέκτησε ένα αντίγραφο. Στη διάρκεια των αιώνων, ωστόσο, ίσως εξαιτίας παραμέλησης ή ηθελημένης καταστροφής (π.χ. η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας υπέστη μια σειρά καταστροφικών πυρκαγιών), ή ενός συνδυασμού και των δύο, το Περί Ωκεανού χάθηκε και μαζί του και η καταγραφή ενός από τα σπουδαιότερα εξερευνητικά ταξίδια της κλασσικής αρχαιότητας.
Όσο για τον ίδιο τον Πυθέα, οι μελετητές δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα για εκείνον. Εκτός από μια σύντομη περιγραφή στα γραπτά του Πολύβιου, ο οποίος τον αποκαλεί υποτιμητικά «ιδιώτη» και «φτωχό» (Roseman, 48), οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν διαθέτουν κανένα στοιχείο για την προσωπικότητά του, την εμφάνισή του ή ακόμα και τα κίνητρά του για αυτό το ταξίδι. Τέτοιες περιγραφές, αν υπάρχουν καν, μπορούν να συναχθούν μόνο από τα διάσπαρτα αποσπάσματα των γραπτών του ή από όσα έχουν γράψει οι άλλοι για αυτόν. Ωστόσο, αυτά αποκαλύπτουν όχι μόνο έναν ικανό πλοηγό και θαλασσοπόρο, αλλά και έναν άνθρωπο που διαθέτει μια τεράστια περιέργεια για τον κόσμο, μια περιέργεια που ξεπέρασε τα όρια του μεσογειακού κόσμου του.
COMMENTS