Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 δεν ήταν μια αιφνίδια αντίδραση σε γεγονότα, αλλά το αποτέλεσμα μεθοδικής και στρατιωτικά...
Η συγκεκριμένη άσκηση διεξήχθη στον Κόλπο της Αλεξανδρέττας, περιοχή με στρατηγική γεωγραφική σημασία για την Τουρκία, καθώς απέχει λιγότερο από 100 ναυτικά μίλια από τις βόρειες ακτές της Κύπρου. Στην άσκηση συμμετείχαν πεζοναύτες, αποβατικά σκάφη, αρματαγωγά, τεθωρακισμένα και αεροπορικές δυνάμεις, με στόχο την πλήρη προσομοίωση συντονισμένης αποβατικής επιχείρησης. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια πρόβα τζενεράλε, κατά την οποία οι τουρκικές δυνάμεις δοκίμασαν επιχειρησιακά σχέδια, σήματα, μετακινήσεις δυνάμεων, καθώς και τη συνεργασία στρατού, ναυτικού και αεροπορίας. Ό,τι εφαρμόστηκε σε εκείνη την άσκηση, θα εφαρμοζόταν πιστά λίγες μέρες αργότερα στην κυπριακή ακτή Πέντε Μίλι.
Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Ελληνικού κλιμακίου της ΚΥΠ στην Κύπρο, η οποία εντόπιζε και προειδοποιούσε για τις αυξημένες κινήσεις και τη φύση της άσκησης, η τουρκική πολεμική μηχανή έκανε τις τελευταίες πρόβες πριν τη μεγάλη επίθεση. Οι πληροφορίες είχαν φτάσει, οι ενδείξεις ήταν σαφείς, τα πλοία και τα στρατεύματα είχαν ήδη πάρει θέσεις. Ωστόσο, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας και της Κύπρου είτε δεν αντέδρασε είτε αδιαφόρησε. Η Αθήνα και η Λευκωσία του πραξικοπηματικού καθεστώτος του Νίκου Σαμψών ήταν απλώς απούσες.
Γιατί η απουσία αυτή δεν ήταν αμέλεια ή αδυναμία.
Ήταν προμελετημένη.
Όλα δείχνουν πως το έγκλημα ήταν προσχεδιασμένο και προδομένο εκ των έσω. Η αποβατική άσκηση δεν έκρυβε τίποτα. Ήταν φανερή, θορυβώδης και προκλητική. Ήταν προειδοποίηση, ήταν προπομπός. Όμως τίποτα δεν κινητοποιήθηκε από την ελληνική πλευρά. Οι Ένοπλες Δυνάμεις στην Κύπρο δεν τέθηκαν σε ετοιμότητα, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας δεν προειδοποίησε ούτε προέβλεψε, ενώ το ίδιο το καθεστώς στην Κύπρο είχε στραμμένο το βλέμμα του στη διατήρηση της εξουσίας μέσω του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου.
Σε μια ακόμα κρίσιμη στιγμή, τα δύο υποβρύχια του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, ο Γλαύκος και ο Νηρεύς, οπλισμένα με συνολικά 13 τορπίλες, είχαν τη δυνατότητα να βυθίσουν σημαντικό μέρος του τουρκικού αποβατικού στόλου και να αλλάξουν δραματικά την πορεία της εισβολής. Ωστόσο, και αυτά δέχθηκαν διαταγή να επιστρέψουν στη βάση τους χωρίς να εμπλακούν.
Τα δύο υποβρύχια, τα οποία είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή από τις 19 Ιουλίου, ήταν έτοιμα να πλήξουν τον τουρκικό αποβατικό στόλο και να ανατρέψουν την πορεία της εισβολής. Καθένα από αυτά έφερε 13 τορπίλες, με τις οποίες θα μπορούσαν να ισοπεδώσουν σχεδόν ολόκληρο τον τουρκικό αποβατικό στόλο, αλλά η δράση τους απαγορεύτηκε. Ωστόσο, ο Αντιναύαρχος Αραπάκης, επικεφαλής του Πολεμικού Ναυτικού, διέταξε την επιστροφή τους στην Αιγαίο, επικαλούμενος πολιτικές και στρατηγικές εκτιμήσεις. Η απόφαση αυτή ελήφθη παρά τις σαφείς ενδείξεις για την επικείμενη τουρκική επίθεση και την ετοιμότητα των ελληνικών υποβρυχίων να αναλάβουν δράση.
Η εντολή αυτή, που στερούσε από την ελληνική πλευρά κρίσιμη ναυτική δράση, συνδέεται με την ευρύτερη εικόνα της αδράνειας και της προδοσίας που επικράτησε εκείνη την περίοδο. Όπως δήλωσε ο Χαραλάμπης Γιακουβάκης, μέλος του πληρώματος του Γλαύκου, «νιώσαμε προδομένοι όταν μας είπαν να επιστρέψουμε». Η απόφαση αυτή, σε συνδυασμό με την αδράνεια της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, συνέβαλε στην αποτυχία της ελληνικής πλευράς να αντιδράσει αποτελεσματικά στην τουρκική εισβολή.
Η τουρκική στρατιωτική προετοιμασία κορυφώθηκε στην απόλυτη επιχειρησιακή ετοιμότητα, χάρη σε αυτή την άσκηση στον Κόλπο της Αντιόχειας. Όμως, η πραγματική επιτυχία της επιχείρησης δεν οφείλεται μόνο στη δύναμη πυρός της Τουρκίας. Οφείλεται και στη σιωπή, την αδράνεια και τελικά την προδοσία εκείνων που όφειλαν να υπερασπιστούν την Κύπρο. Υπό το άγρυπνο βλέμμα της ΚΥΠ, που φώναζε για το αυτονόητο, η πολιτική ηγεσία κώφευε.
Γιατί όλα ήταν ήδη κανονισμένα.
Γιατί η Κύπρος είχε ήδη παραδοθεί, πριν ακόμα πέσει η πρώτη σφαίρα.
Με σήμα στο ΝΑΤΟ, τους κάρφωσαν στους Τούρκους
Την παραμονή της τουρκικής εισβολής, 19 Ιουλίου 1974, δεν υπήρχαν απλώς φήμες, αλλά σαφείς πληροφορίες για τη συγκέντρωση στρατευμάτων στα τουρκικά παράλια απέναντι από την Κύπρο. Οι πληροφορίες ανέφεραν την προετοιμασία αποβατικών πλοίων, αλλά οι άνθρωποι του Ιωαννίδη καθησύχαζαν ότι έχουν διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα και πρόκειται απλώς για συνήθεις ασκήσεις των Τούρκων. Ακόμα και όταν ο τουρκικός αποβατικός στόλος βρισκόταν έξω από την Κερύνεια οι οδηγίες ήταν: «Μην ανησυχείτε, διεξάγεται άσκηση».
Το Ελληνικό Ναυτικό από την προηγούμενη μέρα είχε βγάλει εκτός ναυστάθμου τα υποβρύχια αρχικώς για ασκήσεις που στη συνέχεια μετατράπηκαν σε πολεμικές περιπολίες, χωρίς όμως οδηγίες για εμπλοκή. Σε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές η Διοίκηση Υποβρυχίων στέλνει σήμα στο ΝΑΤΟ με αριθμό DY 541 και ενημερώνει για τις κινήσεις των υποβρυχίων. Το σήμα γνωστοποιείται στα μέλη του ΝΑΤΟ και φυσικά στην Τουρκία, η οποία ξέρει πλέον τις κινήσεις των υποβρυχίων «Γλαύκος» και «Νηρεύς», που είχαν λάβει διαταγές να κατευθυνθούν στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου και να περιπολούν στα ανατολικά και τα δυτικά της Κερύνειας.
Στην άκρως απόρρητη έκθεση του πλωτάρχη Γαβριήλ αναφέρεται: «Ανεξαρτήτως υποχρεώσεως της ΣΥΒ ως προς την έκδοσιν SUBNOTE (DY541) τούτο δεν έπρεπε να εκδοθή, διότι ούτως καθίστατο γνωστόν εις τους Τούρκους η περίπου θέσις των υποβρυχίων». Το σήμα αυτό είχε σταλεί στις 19 Ιουλίου 1974 στη 1.50 μ.μ., λίγες μόνο ώρες προτού γίνει η απόβαση στην Κερύνεια. Μέχρι σήμερα δεν έχει απαντηθεί πειστικά από κανέναν αν επρόκειτο για τραγική γκάφα ή για μέρος κάποιας σκοτεινής συνωμοσίας. Ωστόσο είναι ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο, καταγεγραμμένο ως ιστορικό στοιχείο.
Τους έζωναν τα φίδια
Ο κυβερνήτης του «Γλαύκος», παρότι δεν είχε σχετικές διαταγές, από τις 15 Ιουλίου είχε αρχίσει να φορτώνει τορπίλες. «Η παραλαβή τορπιλλών», γράφει ο πλωτάρχης Β. Γαβριήλ, «εσυνεχίσθη καθ’ όλην την διάρκειαν της νυκτός και ανεξαρτήτως τω υφισταμένων διαταγών, καθ’ όσον την μεσημβρίαν επιστρέψας εκ της υπηρεσίας εις την οικίαν μου επληροφορήθην περί της ανατροπής εν Κύπρω του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και ως εκ τούτου εφοβήθην επιδείνωσιν της καταστάσεως».
Το τι προετοίμαζαν οι Τούρκοι στην Κύπρο το γνώριζαν οι πάντες πλην αυτών που όφειλαν να λάβουν μέτρα. Ο πλωτάρχης σε άλλο σημείο της έκθεσής του γράφει: «Τας βραδυνάς ώρας της 18ης (Ιουλίου 1974) ηκρωώμην μεθ’ ετέρων δύο συναδέλφων μου την εκπομπήν της Ντώυτσε Βέλλε, ήτις ανεφέρετο εις την εν Κύπρω κατάστασιν, ως και εις την συγκέντρωσιν τουρκικών στρατευμάτων εις Αλεξανδρέτταν. Μετά το πέρας ταύτης απευθυνθείς προς τους συναδέλφους μου τους είπον “εάν δεν λένε ψέμματα, ως συνήθως, αύριον θα πρέπει να έχωμεν πόλεμον με τους Τούρκους”».
Την επόμενη μέρα οι κυβερνήτες των υποβρυχίων «Γλαύκος» και «Νηρεύς», Γαβριήλ και Παναγιωτόπουλος, κλήθηκαν στη Διοίκηση Υποβρυχίων και ο διοικητής τούς ενημέρωσε ότι «πρόκειται να αποπλεύσουν τα Υ/Β “Γλαύκος” και “Νηρεύς”, το ταχύτερον δυνατόν, προς επίδειξιν Σημαίας και εκδήλωσιν δυναμικής παρουσίας διά αναδύσεων και καταδύσεων εν όψει τουρκικών μονάδων».
Ο Πλωτάρχης Βασίλειος Γαβριήλ, κυβερνήτης,του υποβρυχίου «Γλαύκος»το 1974
Ο πλωτάρχης Γαβριήλ, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην έκθεσή του, είχε φέρει αντίρρηση για τη χρησιμοποίηση των υποβρυχίων για σκοπούς επίδειξης σημαίας, αλλά η απάντηση που πήρε από τον διοικητή των υποβρυχίων ήταν πως αυτές είναι οι οδηγίες του αρχηγού Ναυτικού Πέτρου Αραπάκη. Ενώ λοιπόν οι κυβερνήτες των δύο υποβρυχίων ενημερώνονταν για το σχέδιο «Κ» (κωδικός για την Κύπρο) ειδοποιήθηκαν από τον αρχιεπιστολέα του Στόλου να αποπλεύσουν εντός μισής ώρας. Τα χρονικά περιθώρια ήταν τόσο στενά που το υποβρύχιο δεν πρόλαβε να φορτώσει τα απαιτούμενα τρόφιμα και άφησε πίσω του άνδρες του πληρώματος που ήταν εξοδούχοι και δεν πρόλαβαν να επιστρέψουν. Οι διαταγές ήταν να διεξαγάγουν περιπολίες νοτιοανατολικά της Ρόδου, στα ανοιχτά της Κύπρου. Ο τηλεγραφητής του «Γλαύκος» Χαράλαμπος Γιακουβάκης κλήθηκε από τον κυβερνήτη στο γραφείο του και παρέλαβε έναν κουβά με μαύρη μπογιά και ένα πινέλο για να σβήσει από τον πυργίσκο του υποβρυχίου τα διακριτικά του (τον αριθμό S110).
Αποφασισμένοι να χτυπήσουν
Ο Βασίλης Γαβριήλ αναφέρει ακόμα στην απόρρητη έκθεσή του ότι την 21η Ιουλίου έχοντας οδηγίες να βρεθεί μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας και γνωρίζοντας ότι εξελισσόταν η τουρκική εισβολή ετοίμαζε πολεμικά σχέδια. «Υπελόγισα ότι αι τουρκικαί δυνάμεις αι οποίαι θα μοι απησχόλουν θα ήσαν, κατά μεν την μετακίνησιν (TRANSIT) του Υποβρυχίου περίπου 4 υποβρύχια και εγγύς της Κύπρου περίπου 10 αντιτορπιλλικά, εξαιρουμένων βεβαίως των τουρκικών μεταγωγικών ως και των πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων ετέρων κρατών. Ως εκ τούτου έπλευσα νοτιώτερον και εσκόπευα όπως εκτελέσω προσγείωσιν εις Κάβον Αρναούτι της Κύπρου και εν συνεχεία πλέων εγγύς των ακτών μέχρις του τομέως περιπολίας θα επιτιθέμην εναντίον παντός τουρκικού αντιτορπιλλικού και μεγάλου μεταγωγικού. Αντικειμενικός μου σκοπός κυρίως ήτο όπως διέλθω εκ του λιμένος της Κυρηνείας ένθα και θα έβαλον τας τορπίλλας εναντίον παντός στόχου ευρισκομένου εκεί και ανεξαρτήτως εθνικότητος. Οσον αφορά τα τουρκικά αντιτορπιλλικά τα οποία τυχόν θα συναντούσα κατά το TRANSIT, είχα αποφασίσει να τους επιτεθώ εφ' όσον διήρχοντο εις απόστασιν μικροτέρα των 10.000 υαρδών και υφίστατο πιθανότης εντοπισμού μου, δεδομένου ότι επίστευσα πως εφ όσον εντοπιζόμην υπό τουρκικού αντιτορπιλλικού θα μοι επιτίθετο. Εις τον τομέα περιπολίας μου και ανεξαρτήτως της λήψεως διαταγής ενάρξεως ΠΥΡ είχον αποφασίσει όπως επιτίθεμαι εναντίον οιασδήποτε εθνικότητος πλοίου, κατά προτεραιότητα αντιτορπιλικών, καθ' όσον η αναγνώρισις της εθνικότητος ενός στόχου, ιδίως εν νυκτί, αποτελεί ουτοπία».
Και ενώ ο κυβερνήτης είχε ξεκάθαρο στο μυαλό του το σχέδιο επίθεσης κατά του τουρκικού στόλου μόλις έφτασε στα 85 ναυτικά μίλια από την Κύπρο, στις 9.30 το βράδυ της 21ης Ιουλίου πήρε το σήμα ΑΝ4658, με το οποίο το Αρχηγείο Ναυτικού τον διέταξε να γυρίσει πίσω στη Ρόδο.
Οικογενειακή υπόθεση
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» πήρε εντολές να επιστρέψει στη Ρόδο, καθυστέρησε έξι ολόκληρες ώρες να ανταποκριθεί. Ολα δείχνουν ότι βασανιζόταν από τη σκέψη αν πρέπει να παρακούσει τις οδηγίες και να χτυπήσει τους Τούρκους, γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για μεγάλο ρίσκο, αφού κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν να οδηγούσε σε σύρραξη την Ελλάδα και την Τουρκία. Γνώριζε επίσης ότι στην Κύπρο βρισκόταν το ελληνικό αρματαγωγό «Λέσβος», που μετέφερε πολεμοφόδια και στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ. Κυβερνήτης του «Λέσβος» ήταν ο πλωτάρχης Ελευθέριος Χανδρινός, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Βασίλη Γαβριήλ. Ο Χανδρινός είχε παρακούσει τις διαταγές του Αρχηγείου Ναυτικού και είχε βομβαρδίσει με τα πυροβόλα του πλοίου τουρκικές θέσεις στην Πάφο, δίνοντας τη λανθασμένη εντύπωση στους Τούρκους ότι η Ελλάδα απέστειλε αποβατικό στόλο. Την ώρα που ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» σκεφτόταν αν θα χτυπήσει, ο τουρκικός στόλος και η Αεροπορία κυνηγούσαν τον Ελ. Χανδρινό και το αρματαγωγό «Λέσβος», το οποίο κατάφερε να διαφύγει μπαίνοντας σε σχηματισμό του 6ου Αμερικανικού Στόλου που έπλεε νοτίως της Κύπρου.
Ο πλωτάρχης Βασίλειος Γαβριήλ
Στην άκρως απόρρητη έκθεσή του ο πλωτάρχης Γαβριήλ σημειώνει ότι και πάλι είχε σχέδιο για επίθεση. Κι αυτό, όμως, το σχέδιο ακυρώθηκε αφού όταν το υποβρύχιο βρέθηκε στα 45 ναυτικά μίλια από την Κύπρο, στις 23 Ιουλίου στις 7 το απόγευμα, διατάχθηκε να επιστρέψει και πάλι στη Ρόδο. Και σε αυτή την περίπτωση καθυστέρησε έξι ώρες να απαντήσει στο σήμα. Εμαθε, όμως, ότι είχε συμφωνηθεί εκεχειρία κι έτσι επέστρεψε στα ελληνικά χωρικά ύδατα, καθώς υπήρχαν φήμες για συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι από τα ελληνικά νησιά.
_restored.jpeg)







COMMENTS