Έρχονται αυξήσεις στις επισκέψεις Ινδών τουριστών στην Ελλάδα Η γεωπολιτική δίνη την οποία έχει επιταχύνει από τις αρχές του χρόνου με τις π...
Έρχονται αυξήσεις στις επισκέψεις Ινδών τουριστών στην Ελλάδα
Η γεωπολιτική δίνη την οποία έχει επιταχύνει από τις αρχές του χρόνου με τις πρωτοβουλίες του ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αγγίζει και την Ελλάδα, καθώς ορισμένες επιλογές που μέχρι πρότινος δεν αντιμετωπίζονταν με την αίσθηση του επείγοντος έρχονται πλέον στο προσκήνιο.
Οι σχεδιασμοί των ΗΠΑ, οι οποίοι αφορούν το σύνολο της Ευρώπης, και κατ’ επέκταση και την Ελλάδα, εστιάζονται στην άσκηση πιέσεων που θα οδηγήσουν στη μείωση του κινεζικού αποτυπώματος στις χώρες της Ε.Ε. Στην περίπτωση της Ελλάδας είχε καταστεί σαφές από καιρό ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να είναι το «κεφάλι του δράκου», δηλαδή η είσοδος των κινεζικών προϊόντων στην Ευρώπη μέσω του λιμανιού του Πειραιά, και ταυτόχρονα να διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο για τον υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ Διάδρομο Ινδίας – Μέσης Ανατολής – Ευρώπης (IMEC). Γι’ αυτόν τον λόγο και έχουν έρθει στο προσκήνιο άλλα λιμάνια, κυρίως εκείνο της Θεσσαλονίκης, το οποίο δύναται να παρέχει αμεσότερη και ταχύτερη πρόσβαση στα Δυτικά Βαλκάνια και από εκεί στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Η Αθήνα την ίδια στιγμή επιχειρεί να διαμορφώσει στενότερες σχέσεις με το Νέο Δελχί, το οποίο αντιμετωπίζει την προοπτική αποτελεσματικότερης συνεργασίας με την Ελλάδα με ενδιαφέρον διμερές αλλά κατεξοχήν στρατηγικό. Πέρα από την εντελώς επιφανειακή συσχέτιση των δύο στρατηγικών αντιπάλων Ελλάδας και Ινδίας (δηλαδή της Τουρκίας και του Πακιστάν), το Νέο Δελχί αναζητάει τρόπους απόκτησης ερεισμάτων στη χώρα μας σε διάφορα επίπεδα.
Στην αμυντική βιομηχανία
Το πρώτο αφορά την επένδυση σε στρατηγικές βιομηχανίες, μεταξύ άλλων και στον αμυντικό τομέα. Η ινδική πλευρά έχει ήδη βολιδοσκοπήσει την Αθήνα και μεγάλες εταιρείες έχουν εκφράσει ενδιαφέρον να επενδύσουν τόσο στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) όσο και στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ). Το ινδικό ενδιαφέρον είναι εύλογο, καθώς η Ε.Ε. βρίσκεται σε διαδικασία επανεξοπλισμού, και η Αθήνα έχει ήδη προχωρήσει σε ανάλογες στρατηγικού περιεχομένου συνεργασίες με τρίτες χώρες, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ισραήλ (ανάπτυξη διεθνούς αεροπορικού κέντρου στην Καλαμάτα από την ELBIT και εξαγορά της Intracom Defence από την ΙΑΙ). Σε στρατιωτικό επίπεδο, πάντως, καταγράφεται με ενδιαφέρον η ολοένα και συχνότερη συνεργασία σε ασκήσεις, κάτι που μέχρι πριν από λίγα χρόνια θεωρούνταν αδιανόητο.
Η ινδική πλευρά έχει, επίσης, αυξημένο ενδιαφέρον για τη δυνατότητα να αυξηθούν οι επισκέψεις Ινδών τουριστών στην Ελλάδα αλλά και στην Κυπριακή Δημοκρατία. Μάλιστα, στο κυπριακό έδαφος ήδη έχουν ανοίξει παραρτήματα ινδικές εταιρείες με σκοπό την απόκτηση ερεισμάτων και στην ευρωπαϊκή αγορά.
Επιπλέον, σε επίπεδο ιδιωτικού τομέα καταγράφεται και η λειτουργία εδώ και εννέα μήνες του Επιχειρηματικού Συμβουλίου Ινδίας – Ελλάδας – Κύπρου (India – Greece – Cyprus Business Council – IGC), το οποίο πρακτικά βασίζεται σε ένα μνημόνιο κατανόησης που έχουν υπογράψει η Eurobank και το Ινδικό Εμπορικό Επιμελητήριο (Σεπτέμβριος 2024). Το ενδιαφέρον αυτής της υπόθεσης είναι ότι το Νέο Δελχί υποστηρίζει με αρκετή προσπάθεια αυτό το σχήμα.
Επίσης, είναι γνωστό στο Νέο Δελχί το πρόβλημα έλλειψης εργατικού δυναμικού που υπάρχει σε διάφορους τομείς στην Ελλάδα και γίνονται ήδη αρκετές συζητήσεις για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε –κάποια στιγμή– να υπογραφεί και να υλοποιηθεί μια τέτοια διμερής συμφωνία.
Προς το παρόν δεν έχει σημειωθεί ιδιαίτερη πρόοδος, παρά το γεγονός ότι η Αθήνα έχει εκφράσει το ενδιαφέρον για μια τέτοια συμφωνία, αναδεικνύοντας μάλιστα και τους τομείς που απαιτούν ενίσχυση από εργατικό δυναμικό. Το μοντέλο, πάντως, που χρησιμοποιήθηκε για μια πολύ συγκεκριμένη συμφωνία εισαγωγής εποχικών εργατών γης από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, παρότι παρέχει θεσμικές διασφαλίσεις, δεν έχει λειτουργήσει έως τώρα.
Γέφυρα προς τη Δύση Πέρα από την εντελώς επιφανειακή συσχέτιση των δύο στρατηγικών αντιπάλων Ελλάδας και Ινδίας (δηλαδή της Τουρκίας και του Πακιστάν), το Νέο Δελχί αναζητάει τρόπους απόκτησης ερεισμάτων στη χώρα μας σε διάφορα επίπεδα.
Αλλωστε, η πολιτική σχέση ανάμεσα σε Αθήνα και Νέο Δελχί είναι άριστη, όπως έχει αποδειχθεί και από την ανταλλαγή επισκέψεων στις δύο πρωτεύουσες από τους πρωθυπουργούς, Κυριάκο Μητσοτάκη και Ναρέντρα Μόντι.
Η αποστολή
Η πολιτική σημασία που αποδίδει το Νέο Δελχί στη σχέση με την Αθήνα προκύπτει και από το γεγονός ότι εντός της εβδομάδας αναμένεται να φθάσει στην Ελλάδα διακομματική αντιπροσωπεία βουλευτών από την Ινδία. Πρόκειται για μια επίσκεψη η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο πρωτοβουλίας του κ. Μόντι να εξηγηθεί καλύτερα στους εταίρους της Ινδίας το κίνητρο που οδήγησε στην επέμβαση των ινδικών ενόπλων δυνάμεων στο Τζαμού – Κασμίρ. Το Νέο Δελχί θέλει να γίνει απολύτως σαφές στους εταίρους της Ινδίας ότι η κινητοποίηση οφειλόταν στην ανάγκη να αντιμετωπιστεί η τρομοκρατία. Για τους Ινδούς η αντιτρομοκρατική δράση είναι εξαιρετικά σημαντική και το θέμα αυτό θα τεθεί και στις επαφές που θα πραγματοποιηθούν στην Αθήνα τις επόμενες ημέρες με Ελληνες κοινοβουλευτικούς και εκπροσώπους της κυβέρνησης. Με την ευκαιρία, η ελληνική πλευρά αναμένεται να επαναλάβει τη δέσμευση της Αθήνας στην ανάγκη η σχέση με την Ινδία να προχωρήσει και να αποκτήσει πιο ουσιαστικά χαρακτηριστικά.
Στο στόχαστρο των ΗΠΑ τα λιμάνια
Η DFC στην Αθήνα
Την ίδια στιγμή, το αμερικανικό κράτος προχωράει σε κινήσεις που θα εξασφαλίσουν τις επενδύσεις που έχει ήδη κάνει σε υποδομές στην Ελλάδα, ενώ εκφράζεται ενδιαφέρον και για νέες. Το προηγούμενο χρονικό διάστημα βρέθηκαν στην Ελλάδα αντιπρόσωποι του οργανισμού DFC (U.S. International Development Finance Corporation), του αναπτυξιακού χρηματοπιστωτικού οργανισμού των ΗΠΑ που ιδρύθηκε το 2019 με κύριο σκοπό την εξισορρόπηση και αντιμετώπιση της κινεζικής επιρροής, όπως αυτή απλωνόταν με όχημα τον εμπορικό διάδρομο Belt and Road.
Η Ελλάδα είναι μόλις ένα από τα τρία κράτη-μέλη της Ε.Ε. (μαζί με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία) που έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον του DFC, ο οποίος έχει –μεταξύ άλλων– επενδύσεις στα Δυτικά Βαλκάνια, στην Τουρκία και σε χώρες όπου υπάρχει παρουσία των Κινέζων, όπως στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία.
Ηδη ο DFC έχει χρηματοδοτήσει με 125 εκατ. δολάρια την εξαγορά των Ναυπηγείων Ελευσίνας από την ΟΝΕΧ, ενώ έχει εκφράσει ενδιαφέρον και για άλλα έργα στην Ελλάδα. Οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται να χρηματοδοτήσουν μέσω του DFC το λιμάνι του Βόλου, το οποίο θεωρείται σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα ελέγχου κρίσιμων υποδομών στην Ελλάδα. Από το ενδιαφέρον του DFC δεν απουσιάζει και η κατασκευή του εμπορευματικού κέντρου στο Θριάσιο Πεδίο. Και στις δύο περιπτώσεις ο DFC φαίνεται να συνεργάζεται με την εταιρεία Goldair.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο DFC έχει εμπλακεί με κάποιο τρόπο και στο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου (Great Sea Interconnector – GSI). Πέρυσι τον Μάιο (πριν, δηλαδή, από την κρίση του Ιουλίου που οδήγησε στην επ’ αόριστον αναβολή του έργου), ο DFC είχε υποβάλει επιστολή προθέσεων για συμμετοχή στην ηλεκτρική διασύνδεση. Στην πρόταση που είχε γίνει στον ΑΔΜΗΕ με τη συγκεκριμένη επιστολή προθέσεων, ο DFC εμφανιζόταν έτοιμος είτε για την παροχή χρηματοδότησης ή και συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο του GSI.
Η ετοιμότητα των Αμερικανών να υποστηρίξουν το έργο μέσω του επίσημου οργανισμού χρηματοδότησης ήταν, άλλωστε, και ένας από τους πολλούς λόγους που είχαν οδηγήσει την Αθήνα στη βεβαιότητα ότι η ηλεκτρική διασύνδεση θα προχωρήσει, δίχως ουσιαστική αντίδραση από την Αγκυρα. Ο DFC συνεργάζεται και με τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, με σκοπό την παροχή δανείων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις του αγροτικού τομέα της Ουκρανίας. Ενώ συμμετέχει και στο επενδυτικό ταμείο της Πρωτοβουλίας των Τριών Θαλασσών (Three Seas Initiative), στην οποία η Ελλάδα έχει ενταχθεί τον τελευταίο ενάμιση χρόνο με σκοπό τη δημιουργία εμπορικών δικτύων και οικονομικής συνεργασίας με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Το «σήμα» για το προξενείο
Οι προοπτικές των ινδικών και των αμερικανικών επενδυτικών σχεδίων εξαρτώνται και από την ετοιμότητα και τη βούληση της Ελλάδας να καταφέρει να προτάξει τη δική της πλευρά, όποια συμφωνία προκύψει. Παράλληλα, όμως, εξαρτώνται σημαντικά και από τα σήματα που φθάνουν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι το ενδεχόμενο διακοπής της λειτουργίας του γενικού προξενείου των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη, όπως αυτό ήρθε στην επιφάνεια πριν από λίγες ημέρες, κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας από την πλευρά των Δημοκρατικών.
Το γενικό προξενείο βρίσκεται σε μια λίστα διπλωματικών αποστολών που μπορεί να κλείσουν, στην προσπάθεια του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να μειώσει και από τη δική του πλευρά το –κατά γενική ομολογία υπέρογκο– κόστος λειτουργίας του αμερικανικού κρατικού μηχανισμού. Βεβαίως, μια τέτοια προοπτική γεννά ερωτήματα, καθώς την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο και του στρατηγικού ανταγωνισμού με την Κίνα, η Ουάσιγκτον εμφανίζεται αποφασισμένη να μην επιτρέψει την περαιτέρω επέκταση και διείσδυση του Πεκίνου σε κρίσιμες υποδομές.
COMMENTS