Προβοκατόρικος κι όχι, προφανώς, κυριολεκτικός ο τίτλος του άρθρου. Ίσως όμως αποτελέσει αφορμή για σκέψη και μία ειλικρινή συζήτηση.

Η ελληνική βιβλιογραφία από τα Ίμια και μετά και κυρίως τα τελευταία 20 χρόνια έχει αποκτήσει αξιόλογες μελέτες για το κράτος της Τουρκίας. Δυστυχώς όμως ο μέσος Έλληνας έχει έλλειψη ουσιαστικής γνώσης και κατανόησης της τουρκικής πολιτικής και της τουρκικής διπλωματίας. Σε αυτή την έλλειψη γνώσης παίζουν ρόλο :

  1. τα ελληνικά ΜΜΕ που, πλην εξαιρέσεων,  δεν ενημερώνουν εις βάθος αλλά μόνο επιφανειακά
  2. οι ίδιοι οι πολίτες που δεν δείχνουν τα απαραίτητο ενδιαφέρον
  3. οι Έλληνες πολιτικοί που δεν ενημερώνουν τους πολίτες ως οφείλουν εκ του ρόλου τους.
Τα τουρκικά όνειρα

Η Τουρκία εμφανίζει μία κοινή στρατηγική απέναντι στις γειτονικές της χώρες. Αυτή είναι μία στρατηγική αιώνων που μπορεί αναλόγως του προσώπου του ηγέτη της να είναι πιο έντονη ή λιγότερο έντονη, είναι όμως πάντα η ίδια. Τα όνειρα των Τούρκων είναι πάντα τα ίδια.

Ονειρεύονται την επέκταση. Όχι μόνο προς την Ελλάδα, που τυγχάνει να είναι η συνορεύουσα χώρα, αλλά μία επέκταση που ταυτίζεται (σχεδόν) με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Βλέπουμε κινήσεις των Τούρκων όχι μόνο στο Αιγαίο ή την Κύπρο, αλλά και στη Συρία, στα Βαλκάνια ακόμα και στην Αφρική (βλ. Λιβύη).

Όλα αυτά δείχνουν πως δεν μπορούμε να ερμηνεύουμε τις καταστάσεις και τις πράξεις της Τουρκίας μόνο υπό το πρίσμα του ποιος είναι ο ηγέτης της. Σαφώς κι ο Ερντογάν είναι η προσωπικότητα τώρα που έχει αφήσει ανεξίτηλο σημάδι αλλά οι διεκδικήσεις προς την Ελλάδα (που μας ενδιαφέρουν άμεσα) δεν είναι καινούριο φαινόμενο.

Στα Ίμια δεν ήταν ο Ερντογάν, ούτε στο Σεισμίκ ή το Χόρα ή φυσικά στον Αττίλα της Κύπρου. Την τουρκική πολιτική την αποφασίζουν οι Τούρκοι πολιτικοί. Την ελληνική πολιτική όμως την αποφασίζουν οι Έλληνες πολιτικοί. Ας την εξετάσουμε λίγο.

Η Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία

Στις ωμές απειλές αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας εκ μέρους της Τουρκίας, η Ελλάδα απαντά με διεθνοποίηση και αποφεύγει να στείλει ξεκάθαρα μηνύματα στην απέναντι όχθη του Αιγαίου.

Μπορεί η παραπομπή στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση να φαντάζει ορθή, αλλά τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Μόνο δηλώσεις καλών προθέσεων και… συμπάθειας εισπράττονται. Επί της ουσίας, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τίποτα απολύτως δεν δείχνει ένα ισχυρό μέτωπο υπέρ της Ελλάδας και κατά της Τουρκίας.

Ούτε οι ΗΠΑ οι οποίες θεωρούν πως η Τουρκία είναι πιο σημαντικός σύμμαχος γι αυτές, ούτε  η Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει τις εσωτερικές της έριδες, έχουν επιδείξει στήριξη στην Ελλάδα η οποία όμως στέκεται στο ύψος των συμμαχιών της. Στο ΝΑΤΟ είναι από τις ελάχιστες χώρες που τηρεί διαχρονικά όλες τις δεσμεύσεις (ακόμα και την περίοδο των Μνημονίων) ενώ το ίδιο ισχύει και για την Ένωση όπου είμαστε πραγματικοί εταίροι.

Ας δούμε τις φίλες και σύμμαχες χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Η Αίγυπτος του στρατηγού Σίσι, παρά το γεγονός ότι έχει αναπτύξει άριστες σχέσεις με την Ελλάδα και διάκειται εχθρικά κατά του Ερντογάν, αποφεύγει να συνηγορήσει στην οριοθέτηση ΑΟΖ.

Κατά την επίσκεψη του Νίκου Δένδια, μπορεί ο υπουργός Εξωτερικών να έτυχε ευήκοων ώτων, ωστόσο ο Αιγύπτιος ομόλογός του απέφυγε τις κοινές δηλώσεις, κάτι που προβλημάτισε την Αθήνα. Τα περί εξέτασης κοινής ΑΟΖ από τεχνικά κλιμάκια των δύο χωρών είναι δέσμευση που έχει αναληφθεί αρκετές φορές. Ανησυχία προκαλεί, επίσης, η στάση του Ισραήλ – δεν βγήκε να καταδικάσει το μνημόνιο μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης.

Η διεθνοποίηση της κρίσης που προκαλεί η Τουρκία στην ανατολική Μεσόγειο σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, φαίνεται πως δεν αποδίδει. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να βρεθεί μία εναλλακτική.

Ο ενδοτισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής οδηγεί σε αποθράσυνση την Τουρκία

Τα Δωδεκάνησα, όπου σημειωτέων ανήκει το Καστελόριζο, πέρασαν στην Ελλάδα το 1947. Σήμερα η Τουρκία αμφισβητεί αυτόν τον μεταπολεμικό διακανονισμό. Αυτό δεν είναι casus belli; μόνο η επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας είναι casus belli;

Φαίνεται πως ναι. Άλλωστε η απάντηση στο θέμα των Δωδεκανήσων ήταν πως η στάση της Τουρκίας δεν έχει καμία σχέση με το Διεθνές Δίκαιο και πως αν τολμούν οι Τούρκοι ας πάμε στη Χάγη…. !

Πέρα από το ότι οι Τούρκοι αδιαφορούν για το Διεθνές Δίκαιο (το αποδεικνύουν  κάθε μέρα όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα), έχουμε και το παράδοξο να μας αμφισβητούν εθνική κυριαρχία και εμείς ως χώρα να μην δηλώνουμε έτοιμοι προς υπεράσπιση.

Όποτε στο παρελθόν η Ελλάδα στήλωσε τα πόδια της είχε κέρδος. Είτε με το Χόρα, είτε με το Σεισμίκ (όπου και στις δύο περιπτώσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ βρίσκονταν σε συνεννόηση-συμφωνία) οι Τούρκοι υποχώρησαν. Ακόμη και προ μηνών στον Έβρο όπου οι ελληνικές δυνάμεις δεν επέτρεψαν την μαζική είσοδο μεταναστών (με τουρκική παρότρυνση) οι Τούρκοι σταμάτησαν.

Αντίθετα όποτε η Ελλάδα υποχώρησε … χάσαμε. Δεν χάσαμε πχ μόνο τα Ίμια, αλλά ‘γκρίζαραν’ πάρα πολλές περιοχές του Αιγαίου. Δείξαμε στην Τουρκία πως υπάρχει σημείο στο οποίο μπορούν να πιέσουν και η Τουρκία το έκανε.

Στην περίπτωση του τουρκολιβικού συμφώνου η ελληνική διπλωματία φαίνεται πως ΄πιάστηκε’ στον ύπνο. Το σύνολο του προσωπικού του Υπουργείου Εξωτερικών εμφανίστηκε έκπληκτο από τις εν κρυπτώ κινήσεις της τουρκικής διπλωματίας. Αυτό οδηγεί (φοβόμαστε) σε τετελεσμένα καθώς ο χρόνος έχει χαθεί. Όταν μία χώρα ανακοινώνει συμφωνία σημαίνει πως όλα έχουν κλείσει.

Η ελληνική διπλωματία στο παρόν και στο μέλλον

Κάθε φορά που η Ελλάδα δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, η Τουρκία το ερμηνεύει ως υποχώρηση – ευκαιρία για περαιτέρω διεκδίκηση. Είναι σαφές πως οι επεκτατικοί Τούρκοι θεωρούν την ελληνική αποφυγή πολέμου ως φόβο που σημαίνει ενδοτισμός, υποχώρηση…. χάρισμα.

 Είδαμε λοιπόν πως η ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία δεν έχει πετύχει τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να αλλάξει κάτι. Μάλιστα όχι μόνο στα ελληνουτουρκικά αλλά σε όλο το φάσμα της ελληνικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο.

Οι τελευταίες εξελίξεις, με την κλιμάκωση των τουρκικών «προβολών ισχύος», τις εξελίξεις στη Συρία, όσο και το άνοιγμα νέων μετώπων στην ευρύτερη περιοχή (από την κλιμάκωση του Λιβυκού εμφυλίου πολέμου μέχρι την νέα αντιπαράθεση ΗΠΑ και Ιράν, τα θέματα της Σαουδικής Αραβίας και της Συρίας), απαιτούν  πολύ πιο κριτική αποτίμηση των βασικών οριζουσών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και επανεξέταση ιεραρχήσεων και συμμαχιών.

Για να γίνει αυτό πρέπει να γίνει μία ουσιαστική συζήτηση για αλλαγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και οι θεσμικοί συμμετέχοντες να συνεισφέρουν με τοποθετήσεις στρατηγικές οι οποίες να μπορούν να περιλαμβάνουν πραγματικά συμπεράσματα από την ίδια την εμπειρία της διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής. Η συζήτηση θα πρέπει να γίνει χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις, μικροκομματικά συμφέροντα και κοντόφθαλμη προσέγγιση. Θα πρέπει να συνυπολογιστούν όλοι οι παράγοντες, όλα τα σενάρια, όλες οι δυνάμεις (και οι στρατιωτικές εννοείται). Σε διαφορετική περίπτωση μένουμε εντός των ορίων των παραδοσιακών κανόνων της κομματικής αντιπαράθεσης.

Όσο δεν αλλάζουμε οι εξελίξεις μας ξεπερνούν. Όσο μας ξεπερνούν τόσο χάνουμε κι όσο περνά ο χρόνος χάνουμε, ανεπιστρεπτί.

πηγη
 
Top